ἀγροικιῶν

ἀγροικιῶν
ἀγροικία
rusticity
fem gen pl
ἀγροικίζομαι
to be rude and boorish
fut part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Παλλάδιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ασκητής στη Συρία. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Ιανουαρίου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πούβλιος Ρουτίλιος Ταύρος Αιμιλιανός (4ος αι. π.X.). Συγγραφέας. Έγραψε μία λατινική πραγματεία Περί των… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”